ἠθικοῦ

ἠθικοῦ
ἠθικός
moral
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ελευθερία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… …   Dictionary of Greek

  • καθήκον — Ηθική υποχρέωση, χρέος· ό,τι επιβάλλουν οι νόμοι του κράτους· η υποχρέωση του πολίτη. Η λέξη κ. χρησιμοποιείται γενικά για κάθε πράξη ή παράλειψη που επιβάλλουν οι κανόνες κοινωνικής δεοντολογίας και ιδιαίτερα οι κανόνες που εθιμικώς ρυθμίζουν… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Σόδομα και Γόμορρα — Αρχαίες πόλεις της παλαιστινιακής Πεντάπολης, που βρίσκονταν, σύμφωνα με την παράδοση, στα Ν της Νεκρής θάλασσας. Κατά τη βιβλική διήγηση (Γένεσις, ιθ), καταστράφηκαν την εποχή του Αβραάμ από «πυρ και θείον», που έβρεξε ο Θεός, ο οποίος είχε… …   Dictionary of Greek

  • άδικος — η, ο (Α ἄδικος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που παραβαίνει το δίκαιο, που διαπράττει αδικίες 2. (για πράγματα) αυτός που συντελείται παρά το δίκαιο 3. το ουδ. ως ουσ. το άδικο(ν) αδικία, αδίκημα 4. επίρρ. άδικα και (νεοελλ. αρχ.) αδίκως χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • έρμα — το (AM ἕρμα) πρόσθετο βάρος το οποίο τοποθετείται στο κύτος πλοίου ή λέμβου για να αυξήσει την ευστάθειά τους, η σαβούρα νεοελλ. 1. πρόσθετο βάρος, το οποίο τοποθετείται στη λέμβο αερόστατου, για να ρυθμίζεται η ανύψωσή του 2. στρώμα από σκύρα,… …   Dictionary of Greek

  • ακριβοπουλώ — και άω 1. πουλώ κάτι σε υψηλή τιμή, πολύ ακριβά, μοσκοπουλώ 2. προσφέρω κάτι έναντι μεγάλου ηθικού ή υλικού τιμήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + πουλώ] …   Dictionary of Greek

  • αμοραλισμός — Φιλοσοφική θεωρία που δεν αναγνωρίζει το κύρος του ηθικού νόμου και διακηρύσσει ότι δεν υπάρχει ηθική με αντικειμενικά και καθολικά κριτήρια. H γαλλική λέξη amoral, στη συγκεκριμένη περίπτωση, υποδηλώνει αυτόν που δεν μπορεί να κριθεί καλός ή… …   Dictionary of Greek

  • ανενσάρκωση — Όρος των πνευματιστών, που σημαίνει επάνοδο του πνεύματος από την πνευματική στη γήινη ζωή του. Η θεωρία αυτή έχει τις ρίζες της στην αρχαία Ινδία και την Περσία. Στην Ελλάδα την καθιέρωσε o Πυθαγόρας και αναπτύχθηκε από τον Πλάτωνα στις θεωρίες… …   Dictionary of Greek

  • αυταπάρνηση — η 1. το να απαρνιέται κανείς τον εαυτό του προς χάριν άλλων, η αυτοθυσία 2. η πιστή εκτέλεση του καθήκοντος 3. η προσφορά του εαυτού μας στην επικράτηση του δικαίου, του αγαθού και γενικότερα του ηθικού νόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο) * + απάρνηση (… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”